αυτάρκεια - translation to English
Diclib.com
ChatGPT AI Dictionary
Enter a word or phrase in any language 👆
Language:

Translation and analysis of words by ChatGPT artificial intelligence

On this page you can get a detailed analysis of a word or phrase, produced by the best artificial intelligence technology to date:

  • how the word is used
  • frequency of use
  • it is used more often in oral or written speech
  • word translation options
  • usage examples (several phrases with translation)
  • etymology

αυτάρκεια - translation to English


αυτάρκεια         
autarky, self-sufficiency
self sufficiency         
STATE OF BEING IN WHICH A PERSON OR ORGANIZATION NEEDS LITTLE OR NO HELP FROM, OR INTERACTION WITH, OTHERS
Self sufficiency; Self-sufficiency; Self sufficient; Self-sufficient; Economic self-sufficiency; Social self-sufficiency; Self supported; Selfsupporting; Self supporting; Selfsufficient; Self-containment; Self containment; Self-contained; Self-containing; Self-sustaining; Self-sustainable
αυτάρκεια, ανεξαρτησία

Wikipedia

Αυτάρκεια
Η αυτάρκεια είναι όρος που περιγράφει οικονομικές πολιτικές που καθιστούν μία οντότητα να επιβιώνει χωρίς εξωτερική βοήθεια και διεθνές εμπόριο, δηλαδή μόνον με την εγχώρια παραγωγή. Η διαφορά της με την κλειστή οικονομία είναι ότι η κλειστή οικονομία δεν έχει καμμία επαφή με τον έξω κόσμο ενώ η αυτάρκης οικονομία έχει μεν περιορισμένες σχέσεις αλλά δύναται να επιβιώσει και δίχως αυτές.